συγκρίσει

συγκρίσει
σύγκρισις
aggregation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγκρίσεϊ , σύγκρισις
aggregation
fem dat sg (epic)
σύγκρισις
aggregation
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”